- αμάτωτος
- -η, -οαυτός που δε ματώθηκε, αναίμακτος: Έγινε καβγάς, αλλά ήταν αμάτωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάτωτος — η, ο [ματώνω] 1. αυτός που δεν μάτωσε, δεν έχυσε αίμα 2. αυτός που δεν ματώθηκε, δεν λερώθηκε με αίμα … Dictionary of Greek